Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεκούραση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κούραση
)
Συνώνυμα
ανάπαυση
χαλάρωση
ξεκούρασμα
3
Αντώνυμα
κούραση
εξάντληση
κόπωση
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία το σώμα ή το μυαλό ανακτά τις δυνάμεις του μετά από κούραση ή άγχος.
Η διαδικασία της ανάπαυσης και της αποκατάστασης της ενέργειας.
2
Παραδείγματα
Μετά από μια κουραστική μέρα, η ξεκούραση είναι απαραίτητη.
Η ξεκούραση στο σπίτι μετά από ταξίδι με βοήθησε να ανακτήσω τις δυνάμεις μου.
2