1. Λέξη
    ξεκούραση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κούραση)
  2. Συνώνυμα
    • ανάπαυση
    • χαλάρωση
    • ξεκούρασμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • κούραση
    • εξάντληση
    • κόπωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση κατά την οποία το σώμα ή το μυαλό ανακτά τις δυνάμεις του μετά από κούραση ή άγχος.
    • Η διαδικασία της ανάπαυσης και της αποκατάστασης της ενέργειας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από μια κουραστική μέρα, η ξεκούραση είναι απαραίτητη.
    • Η ξεκούραση στο σπίτι μετά από ταξίδι με βοήθησε να ανακτήσω τις δυνάμεις μου.
    2