Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κράτημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κράτηση
-
κράτει
-
κράτος
-
πάτημα
)
Συνώνυμα
κατοχή
κρατούμενο
συγκράτηση
3
Αντώνυμα
απελευθέρωση
ελευθερία
αποδέσμευση
3
Ορισμός
Η πράξη του να κρατάς κάτι ή κάποιον.
Κάτι που κρατιέται ή κατέχεται.
Η κατάσταση του να είσαι υπό κράτηση.
3
Παραδείγματα
Το κράτημα του κλειδιού ήταν απαραίτητο για την ασφάλεια.
Το κράτημα των αιχμαλώτων διήρκεσε για μήνες.
Το κράτημα της προσοχής του κοινού ήταν εντυπωσιακό.
3