1. Λέξη
    κράτημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κράτηση - κράτει - κράτος - πάτημα)
  2. Συνώνυμα
    • κατοχή
    • κρατούμενο
    • συγκράτηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • απελευθέρωση
    • ελευθερία
    • αποδέσμευση
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη του να κρατάς κάτι ή κάποιον.
    • Κάτι που κρατιέται ή κατέχεται.
    • Η κατάσταση του να είσαι υπό κράτηση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το κράτημα του κλειδιού ήταν απαραίτητο για την ασφάλεια.
    • Το κράτημα των αιχμαλώτων διήρκεσε για μήνες.
    • Το κράτημα της προσοχής του κοινού ήταν εντυπωσιακό.
    3