Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πάτημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
περπάτημα
-
πάτωμα
-
κράτημα
)
Συνώνυμα
βήμα
περπάτημα
διαδρομή
3
Αντώνυμα
στάση
ακινησία
2
Ορισμός
Η ενέργεια του περπατήματος ή το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας.
Ο ήχος που παράγεται όταν κάποιος περπατάει.
Το σημάδι που αφήνει το πόδι σε μια επιφάνεια.
3
Παραδείγματα
Το πάτημα του στην ξύλινη σκάλα ακουγόταν δυνατά.
Στο χιόνι ήταν ορατά τα πατήματα των ζώων.
Το πάτημα του ποδιού του στο πηλό άφησε ένα βαθύ ίχνος.
3