1. Λέξη
    πάτημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: περπάτημα - πάτωμα - κράτημα)
  2. Συνώνυμα
    • βήμα
    • περπάτημα
    • διαδρομή
    3
  3. Αντώνυμα
    • στάση
    • ακινησία
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του περπατήματος ή το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας.
    • Ο ήχος που παράγεται όταν κάποιος περπατάει.
    • Το σημάδι που αφήνει το πόδι σε μια επιφάνεια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το πάτημα του στην ξύλινη σκάλα ακουγόταν δυνατά.
    • Στο χιόνι ήταν ορατά τα πατήματα των ζώων.
    • Το πάτημα του ποδιού του στο πηλό άφησε ένα βαθύ ίχνος.
    3