1. Λέξη
    κρασί (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κραχ - κρακ - κρας)
  2. Συνώνυμα
    • οίνος
    • ποτό
    2
  3. Αντώνυμα
    • νερό
    • χυμός
    2
  4. Ορισμός
    • Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση σταφυλιών ή άλλων φρούτων.
    • Συμβολίζει συχνά τη γιορτή, τη χαρά και τη συντροφικότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στο γάμο σερβίριζαν εξαιρετικό κρασί από την Κρήτη.
    • Το κρασί είναι ένα από τα πιο δημοφιλή αλκοολούχα ποτά στην Ελλάδα.
    2