Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρασί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κραχ
-
κρακ
-
κρας
)
Συνώνυμα
οίνος
ποτό
2
Αντώνυμα
νερό
χυμός
2
Ορισμός
Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση σταφυλιών ή άλλων φρούτων.
Συμβολίζει συχνά τη γιορτή, τη χαρά και τη συντροφικότητα.
2
Παραδείγματα
Στο γάμο σερβίριζαν εξαιρετικό κρασί από την Κρήτη.
Το κρασί είναι ένα από τα πιο δημοφιλή αλκοολούχα ποτά στην Ελλάδα.
2