1. Λέξη
    κραχ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κρακ - κρας - κραφτ - κρασί - κρατώ - κρατά)
  2. Συνώνυμα
    • θόρυβος
    • βροντή
    • συντριβή
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπή
    • ησυχία
    2
  4. Ορισμός
    • Ο δυνατός ή αιφνίδιος θόρυβος που προκαλείται από την πρόσκρουση δύο σκληρών αντικειμένων.
    • Ο θόρυβος που ακολουθεί μια έκρηξη ή μια πτώση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ένα δυνατό κραχ ακούστηκε όταν το ποτήρι έπεσε στο πάτωμα.
    • Ο κραχ της βροντής μας ξύπνησε στη μέση της νύχτας.
    2