Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κραχ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κρακ
-
κρας
-
κραφτ
-
κρασί
-
κρατώ
-
κρατά
)
Συνώνυμα
θόρυβος
βροντή
συντριβή
3
Αντώνυμα
σιωπή
ησυχία
2
Ορισμός
Ο δυνατός ή αιφνίδιος θόρυβος που προκαλείται από την πρόσκρουση δύο σκληρών αντικειμένων.
Ο θόρυβος που ακολουθεί μια έκρηξη ή μια πτώση.
2
Παραδείγματα
Ένα δυνατό κραχ ακούστηκε όταν το ποτήρι έπεσε στο πάτωμα.
Ο κραχ της βροντής μας ξύπνησε στη μέση της νύχτας.
2