Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρατούμενο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κρατούμενος
-
κρατούμενη
-
κρατούμαι
-
ζητούμενο
)
Συνώνυμα
συλληφθείς
αιχμάλωτος
φυλακισμένος
3
Αντώνυμα
ελεύθερος
αφέντης
2
Ορισμός
Πρόσωπο που κρατείται σε αντισυνταγματική ή παράνομη κράτηση.
Πρόσωπο που βρίσκεται υπό κράτηση από τις αρχές.
2
Παραδείγματα
Ο κρατούμενος ζήτησε να δικαιωθεί.
Τα δικαιώματα των κρατουμένων πρέπει να σεβαστούν.
2