Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρατούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κρατούμενη
-
κρατούμενο
-
κρατούμενος
-
κρατιέμαι
-
αιτούμαι
-
κινούμαι
)
Συνώνυμα
συγκρατούμαι
ελέγχομαι
περιορίζομαι
3
Αντώνυμα
ελευθερώνομαι
αφήνομαι
απελευθερώνομαι
3
Ορισμός
Να μην εκδηλώνονται ελεύθερα τα συναισθήματα ή οι αντιδράσεις κάποιου.
Να περιορίζεται κάποιος από το να κάνει κάτι που θέλει.
2
Παραδείγματα
Κρατήθηκε από το να πει την αλήθεια.
Πρέπει να κρατιέσαι όταν είσαι θυμωμένος.
2