1. Λέξη
    κρατούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: κρατούμενη - κρατούμενο - κρατούμενος - κρατιέμαι - αιτούμαι - κινούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • συγκρατούμαι
    • ελέγχομαι
    • περιορίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελευθερώνομαι
    • αφήνομαι
    • απελευθερώνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην εκδηλώνονται ελεύθερα τα συναισθήματα ή οι αντιδράσεις κάποιου.
    • Να περιορίζεται κάποιος από το να κάνει κάτι που θέλει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κρατήθηκε από το να πει την αλήθεια.
    • Πρέπει να κρατιέσαι όταν είσαι θυμωμένος.
    2