Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρεμμύδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κρεμώ
)
Συνώνυμα
σκόρδο
πράσο
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα φυτό του γένους Allium, ευρέως χρησιμοποιούμενο στη μαγειρική για τη γεύση του.
Ο βολβός του φυτού που χρησιμοποιείται ως συστατικό σε πολλά πιάτα.
2
Παραδείγματα
Το κρεμμύδι είναι βασικό συστατικό στη σαλάτα.
Έκοψα ένα κρεμμύδι για να το βάλω στη σούπα.
2