Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρεμώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κρεμάω
-
εκκρεμώ
-
κρεμάλα
-
κρεμάσω
-
κρεμαστώ
-
κρεμλίνο
-
κρεμμύδι
-
κρεμάσει
)
Συνώνυμα
κρεμάω
κρεμάζω
κρεμάγω
3
Αντώνυμα
ξεκολλώ
αποσυνδέω
2
Ορισμός
Τοποθετώ κάτι σε ύψος, συνήθως με τη βοήθεια νήματος ή άλλου μέσου, ώστε να κρέμεται ελεύθερα.
Καθυστερώ ή αναβάλλω μια ενέργεια ή απόφαση.
2
Παραδείγματα
Κρέμασε το πανό στην μπαλκόνια για να φαίνεται από μακριά.
Η απόφαση για την επένδυση κρέμαται ακόμα, καθώς περιμένουν περισσότερες πληροφορίες.
2