1. Λέξη
    γκριλ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γκρι - γκριν - κριλ - γκιλ)
  2. Συνώνυμα
    • μπάρμπεκιου
    • ψησταριά
    2
  3. Αντώνυμα
    • κρύο φαγητό
    • ωμό φαγητό
    2
  4. Ορισμός
    • Μέθοδος μαγειρέματος τροφίμων πάνω σε σχάρα ή ψησταριά, συνήθως σε υψηλές θερμοκρασίες.
    • Συσκευή ή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο τροφίμων με άμεση θερμότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στο πάρτι, ο Γιάννης έψηνε κρέατα στο γκριλ.
    • Αγόρασα ένα νέο γκριλ για το μπαλκόνι μου.
    2