Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γκριλ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γκρι
-
γκριν
-
κριλ
-
γκιλ
)
Συνώνυμα
μπάρμπεκιου
ψησταριά
2
Αντώνυμα
κρύο φαγητό
ωμό φαγητό
2
Ορισμός
Μέθοδος μαγειρέματος τροφίμων πάνω σε σχάρα ή ψησταριά, συνήθως σε υψηλές θερμοκρασίες.
Συσκευή ή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο τροφίμων με άμεση θερμότητα.
2
Παραδείγματα
Στο πάρτι, ο Γιάννης έψηνε κρέατα στο γκριλ.
Αγόρασα ένα νέο γκριλ για το μπαλκόνι μου.
2