1. Λέξη
    κριτικάρω (ρήμα) - (παρόμοια: κριτική - κριτικός)
  2. Συνώνυμα
    • αξιολογώ
    • κρίνω
    • επικρίνω
    • σχολιάζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • επικροτώ
    • επαινώ
    • εγκρίνω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω γνώμη ή κρίση για κάτι ή κάποιον, συχνά με αρνητική χροιά.
    • Αναλύω και αξιολογώ κάτι με κριτική σκέψη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος κριτικάρει τις εργασίες των μαθητών του.
    • Ο κριτικός κριτικάρει την ταινία για την πλοκή της.
    2