Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κριτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κριτική
-
υποκριτικός
-
διακριτικός
-
κρατικός
-
συγκριτικός
-
επικριτικός
-
κριτικάρω
-
σπιτικός
-
κβαντικός
-
πολιτικός
-
μεσιτικός
)
Συνώνυμα
αξιολογικός
επιθεωρητικός
διακριτικός
3
Αντώνυμα
αδιάκριτος
αναξιολόγητος
απροβλημάτιστος
3
Ορισμός
που αφορά την κριτική ή την αξιολόγηση
που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα να κρίνει με ακρίβεια και δικαιοσύνη
που εκφράζει ή περιλαμβάνει κριτική
3
Παραδείγματα
Ο κριτικός του έδωσε μια πολύ θετική κριτική για την παράσταση.
Η κριτική του προσέγγιση βοήθησε στη βελτίωση του έργου.
Έχει μια κριτική ματιά για τα κοινωνικά ζητήματα.
3