Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρύβονταν (ρήμα) - (παρόμοια:
κρύβομαι
)
Συνώνυμα
έκρυβαν
κρύβονταν
κρυβόντουσαν
3
Αντώνυμα
εμφανίζονταν
φαίνονταν
εξέθεταν
3
Ορισμός
Να μην είναι ορατός ή να μην γίνεται αντιληπτός.
Να αποκρύπτεται ή να κρύβεται από κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Τα παιδιά κρύβονταν πίσω από τα δέντρα.
Οι πληροφορίες κρύβονταν από το κοινό.
2