1. Λέξη
    κρύβονταν (ρήμα) - (παρόμοια: κρύβομαι)
  2. Συνώνυμα
    • έκρυβαν
    • κρύβονταν
    • κρυβόντουσαν
    3
  3. Αντώνυμα
    • εμφανίζονταν
    • φαίνονταν
    • εξέθεταν
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην είναι ορατός ή να μην γίνεται αντιληπτός.
    • Να αποκρύπτεται ή να κρύβεται από κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα παιδιά κρύβονταν πίσω από τα δέντρα.
    • Οι πληροφορίες κρύβονταν από το κοινό.
    2