Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρύβομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κόβομαι
-
κρίνομαι
-
κρέμομαι
-
κρύβω
-
κρύβονταν
)
Συνώνυμα
κρύπτομαι
αποκρύπτομαι
κουκουλώνομαι
3
Αντώνυμα
εμφανίζομαι
εξέρχομαι
αποκαλύπτομαι
3
Ορισμός
Να μην είμαι ορατός, να βρίσκομαι σε κρυψώνα.
Να μην αποκαλύπτω την παρουσία μου ή την πραγματική μου φύση.
2
Παραδείγματα
Το παιδί κρύφτηκε πίσω από την πόρτα.
Κρύβομαι από τους φίλους μου γιατί θέλω να είμαι μόνος.
2