Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρύο (επίθετο) - (παρόμοια:
κρύος
-
κρύψω
-
κρύβω
)
Συνώνυμα
παγωμένο
ψυχρό
κρυολόγημα
3
Αντώνυμα
ζεστό
θερμό
καυτό
3
Ορισμός
Χαρακτηριστικό της θερμοκρασίας που είναι πολύ χαμηλή.
Απουσία θερμότητας.
Σχετικός με την αίσθηση του κρύου.
3
Παραδείγματα
Το νερό ήταν πολύ κρύο για να το πιούμε.
Ο καιρός έγινε ξαφνικά κρύος.
Ένιωσα ένα κρύο αεράκι να περνάει.
3