Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρύψω (ρήμα) - (παρόμοια:
κρύο
)
Συνώνυμα
κρύβω
αποκρύπτω
καλύπτω
3
Αντώνυμα
αποκαλύπτω
φανερώνω
εμφανίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να μην είναι ορατό ή γνωστό.
Αποθηκεύω κάτι σε κρυφή τοποθεσία.
Δεν αποκαλύπτω πληροφορίες ή συναισθήματα.
3
Παραδείγματα
Προσπάθησα να κρύψω το δώρο πριν τα γενέθλιά της.
Ο πατέρας κρύβει τα συναισθήματά του μπροστά στους άλλους.
Μπορείς να κρύψεις τα χρήματα κάτω από το μαξιλάρι;
3