1. Λέξη
    κρύψω (ρήμα) - (παρόμοια: κρύο)
  2. Συνώνυμα
    • κρύβω
    • αποκρύπτω
    • καλύπτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκαλύπτω
    • φανερώνω
    • εμφανίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να μην είναι ορατό ή γνωστό.
    • Αποθηκεύω κάτι σε κρυφή τοποθεσία.
    • Δεν αποκαλύπτω πληροφορίες ή συναισθήματα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Προσπάθησα να κρύψω το δώρο πριν τα γενέθλιά της.
    • Ο πατέρας κρύβει τα συναισθήματά του μπροστά στους άλλους.
    • Μπορείς να κρύψεις τα χρήματα κάτω από το μαξιλάρι;
    3