1. Λέξη
    κτίριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κτήριο)
  2. Συνώνυμα
    • οικοδόμημα
    • κατασκεύασμα
    • δομή
    3
  3. Αντώνυμα
    • εξωτερικός χώρος
    • ανοιχτός χώρος
    2
  4. Ορισμός
    • Μόνιμη κατασκευή από υλικά όπως πέτρα, ξύλο ή σκυρόδεμα, που χρησιμοποιείται για κατοικία, εργασία ή άλλες δραστηριότητες.
    • Κατασκευή που έχει στέγη και τοίχους και βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το νέο κτίριο του πανεπιστημίου είναι πολύ μοντέρνο.
    • Το κτίριο αυτό έχει πάνω από 10 ορόφους.
    2