Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κτίριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κτήριο
)
Συνώνυμα
οικοδόμημα
κατασκεύασμα
δομή
3
Αντώνυμα
εξωτερικός χώρος
ανοιχτός χώρος
2
Ορισμός
Μόνιμη κατασκευή από υλικά όπως πέτρα, ξύλο ή σκυρόδεμα, που χρησιμοποιείται για κατοικία, εργασία ή άλλες δραστηριότητες.
Κατασκευή που έχει στέγη και τοίχους και βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος.
2
Παραδείγματα
Το νέο κτίριο του πανεπιστημίου είναι πολύ μοντέρνο.
Το κτίριο αυτό έχει πάνω από 10 ορόφους.
2