Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κριτήριο
-
βακτήριο
-
κτίριο
-
κομμωτήριο
-
κρατητήριο
-
καθαρτήριο
-
κοιμητήριο
-
χυτήριο
)
Συνώνυμα
οικοδόμημα
κατασκεύασμα
κτίριο
οίκημα
4
Αντώνυμα
ανοιχτός χώρος
έκταση
2
Ορισμός
Κτιριακή κατασκευή που χρησιμοποιείται για διαφορετικούς σκοπούς, όπως κατοικία, εργασία ή διασκέδαση.
Οτιδήποτε έχει χτιστεί από τον άνθρωπο και έχει στέγη και τοίχους.
2
Παραδείγματα
Το νέο κτήριο του πανεπιστημίου είναι πολύ μοντέρνο.
Το κτήριο αυτό χτίστηκε πριν από εκατό χρόνια.
2