Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυκλικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
κυκλικός
)
Συνώνυμα
περιμετρικά
γύρω
σε κύκλο
3
Αντώνυμα
γραμμικά
ευθύγραμμα
2
Ορισμός
Με τρόπο που ακολουθεί ή σχετίζεται με κύκλο ή κυκλική κίνηση.
Με τρόπο που επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα ή με συγκεκριμένη τάξη.
2
Παραδείγματα
Τα παιδιά έτρεξαν κυκλικά γύρω από το δέντρο.
Οι εργασίες διανέμονται κυκλικά μεταξύ των μελών της ομάδας.
2