Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυκλικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κυκλικά
-
κυνικός
-
κλινικός
-
καθολικός
-
κυκλοφοριακός
)
Συνώνυμα
επαναλαμβανόμενος
περιοδικός
ανακυκλούμενος
3
Αντώνυμα
γραμμικός
μη επαναλαμβανόμενος
μονόδρομος
3
Ορισμός
Που ακολουθεί ή σχετίζεται με έναν κύκλο.
Που επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Που κινείται ή λειτουργεί σε κλειστό δρόμο ή σύστημα.
3
Παραδείγματα
Η κυκλική κίνηση στην εθνική οδό διευκολύνει τη ροή των οχημάτων.
Η κυκλική οικονομία στοχεύει στη μείωση των αποβλήτων.
Ένα κυκλικό γράμμα εστάλη σε όλους τους εργαζόμενους.
3