1. Λέξη
    κυτταρικός (επίθετο) - (παρόμοια: κυνικός)
  2. Συνώνυμα
    • κυτταροειδής
    • κυτταρικό
    2
  3. Αντώνυμα
    • ακυττάρωτος
    • μη κυτταρικός
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τα κύτταρα ή που αποτελείται από κύτταρα.
    • Που αναφέρεται στη δομή ή τη λειτουργία των κυττάρων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κυτταρική δομή του φυτού μελετήθηκε σε βάθος.
    • Οι κυτταρικές διαδικασίες είναι ζωτικής σημασίας για τη ζωή.
    2