Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυτταρικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κυνικός
)
Συνώνυμα
κυτταροειδής
κυτταρικό
2
Αντώνυμα
ακυττάρωτος
μη κυτταρικός
2
Ορισμός
Σχετικός με τα κύτταρα ή που αποτελείται από κύτταρα.
Που αναφέρεται στη δομή ή τη λειτουργία των κυττάρων.
2
Παραδείγματα
Η κυτταρική δομή του φυτού μελετήθηκε σε βάθος.
Οι κυτταρικές διαδικασίες είναι ζωτικής σημασίας για τη ζωή.
2