1. Λέξη
    κυνικός (επίθετο) - (παρόμοια: κυνηγετικός - κυκλικός - κλινικός - κανονικός - ενικός - κοινωνικός - κυτταρικός)
  2. Συνώνυμα
    • αναιδής
    • αδέκαστος
    • υποκριτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειλικρινής
    • τιμώμενος
    • αγαθός
    3
  4. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζεται από αδιαφορία για ηθικές αξίες και κοινωνικές συμβάσεις
    • που δείχνει έλλειψη σεβασμού ή εμπιστοσύνης στις καλές προθέσεις των άλλων
    • που ανήκει ή σχετίζεται με τη φιλοσοφική σχολή των Κυνικών
    3
  5. Παραδείγματα
    • Έκανε μια κυνική παρατήρηση για την ανθρώπινη φύση.
    • Ο κυνικός τρόπος σκέψης του τον έκανε να αμφισβητεί τα πάντα.
    • Η κυνική συμπεριφορά του προκάλεσε δυσαρέσκεια στους συναδέλφους του.
    3