Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυνικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κυνηγετικός
-
κυκλικός
-
κλινικός
-
κανονικός
-
ενικός
-
κοινωνικός
-
κυτταρικός
)
Συνώνυμα
αναιδής
αδέκαστος
υποκριτικός
3
Αντώνυμα
ειλικρινής
τιμώμενος
αγαθός
3
Ορισμός
που χαρακτηρίζεται από αδιαφορία για ηθικές αξίες και κοινωνικές συμβάσεις
που δείχνει έλλειψη σεβασμού ή εμπιστοσύνης στις καλές προθέσεις των άλλων
που ανήκει ή σχετίζεται με τη φιλοσοφική σχολή των Κυνικών
3
Παραδείγματα
Έκανε μια κυνική παρατήρηση για την ανθρώπινη φύση.
Ο κυνικός τρόπος σκέψης του τον έκανε να αμφισβητεί τα πάντα.
Η κυνική συμπεριφορά του προκάλεσε δυσαρέσκεια στους συναδέλφους του.
3