1. Λέξη
    κωμικός (επίθετο) - (παρόμοια: κωδικός - κοσμικός)
  2. Συνώνυμα
    • αστείος
    • κωμωδιακός
    • γελοίος
    3
  3. Αντώνυμα
    • τραγικός
    • σοβαρός
    • δραματικός
    3
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με την κωμωδία ή προκαλεί γέλιο
    • που χαρακτηρίζεται από χιούμορ ή αστεϊσμούς
    • που θυμίζει ή ανήκει στο είδος της κωμωδίας
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ηθοποιός έδωσε μια κωμική ερμηνεία στο έργο.
    • Η κατάσταση είχε μια κωμική πλευρά, παρά το άγχος που δημιουργούσε.
    • Έγραψε ένα κωμικό σκετς για το φεστιβάλ.
    3