Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κωμικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κωδικός
-
κοσμικός
)
Συνώνυμα
αστείος
κωμωδιακός
γελοίος
3
Αντώνυμα
τραγικός
σοβαρός
δραματικός
3
Ορισμός
που σχετίζεται με την κωμωδία ή προκαλεί γέλιο
που χαρακτηρίζεται από χιούμορ ή αστεϊσμούς
που θυμίζει ή ανήκει στο είδος της κωμωδίας
3
Παραδείγματα
Ο ηθοποιός έδωσε μια κωμική ερμηνεία στο έργο.
Η κατάσταση είχε μια κωμική πλευρά, παρά το άγχος που δημιουργούσε.
Έγραψε ένα κωμικό σκετς για το φεστιβάλ.
3