1. Λέξη
    κοσμικός (επίθετο) - (παρόμοια: κωμικός - κολπικός - σεισμικός)
  2. Συνώνυμα
    • λαϊκός
    • επίγειος
    • προσωρινός
    3
  3. Αντώνυμα
    • θρησκευτικός
    • ιερός
    • αγιαστικός
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τον κόσμο ή τη ζωή στη γη, σε αντίθεση με το θρησκευτικό ή το πνευματικό.
    • Ανήκων ή σχετικός με τη κοσμική ζωή ή τα κοσμικά πράγματα.
    • Μη θρησκευτικός ή μη ιερός.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η κοσμική ζωή έχει τα δικά της πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
    • Ο κοσμικός πολιτισμός επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες.
    • Μια κοσμική τελετή γάμου πραγματοποιήθηκε στο δημαρχείο.
    3