Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοσμικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κωμικός
-
κολπικός
-
σεισμικός
)
Συνώνυμα
λαϊκός
επίγειος
προσωρινός
3
Αντώνυμα
θρησκευτικός
ιερός
αγιαστικός
3
Ορισμός
Σχετικός με τον κόσμο ή τη ζωή στη γη, σε αντίθεση με το θρησκευτικό ή το πνευματικό.
Ανήκων ή σχετικός με τη κοσμική ζωή ή τα κοσμικά πράγματα.
Μη θρησκευτικός ή μη ιερός.
3
Παραδείγματα
Η κοσμική ζωή έχει τα δικά της πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Ο κοσμικός πολιτισμός επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες.
Μια κοσμική τελετή γάμου πραγματοποιήθηκε στο δημαρχείο.
3