Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κόβομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κρύβομαι
)
Συνώνυμα
πληγώνομαι
τραυματίζομαι
λαβώνω
3
Αντώνυμα
θεραπεύομαι
γιατρεύομαι
ανακάμπτω
3
Ορισμός
Νιώθω πόνο σε κάποιο μέρος του σώματός μου.
Πάσχω από κάποια σωματική βλάβη ή πληγή.
Βρίσκομαι σε κατάσταση σωματικής δυσφορίας λόγω τραυματισμού ή ασθένειας.
3
Παραδείγματα
Κόβομαι στο χέρι μου ενώ έκοβα ψωμί.
Αν δεν προσέξεις, θα κοπείς με το μαχαίρι.
Κόβομαι συνεχώς στο ίδιο σημείο όταν ξυρίζομαι.
3