1. Λέξη
    κόβομαι (ρήμα) - (παρόμοια: κρύβομαι)
  2. Συνώνυμα
    • πληγώνομαι
    • τραυματίζομαι
    • λαβώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • θεραπεύομαι
    • γιατρεύομαι
    • ανακάμπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω πόνο σε κάποιο μέρος του σώματός μου.
    • Πάσχω από κάποια σωματική βλάβη ή πληγή.
    • Βρίσκομαι σε κατάσταση σωματικής δυσφορίας λόγω τραυματισμού ή ασθένειας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Κόβομαι στο χέρι μου ενώ έκοβα ψωμί.
    • Αν δεν προσέξεις, θα κοπείς με το μαχαίρι.
    • Κόβομαι συνεχώς στο ίδιο σημείο όταν ξυρίζομαι.
    3