Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κότερο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
νεότερο
)
Συνώνυμα
σκάφος
πλοιάριο
βάρκα
3
Αντώνυμα
ξηρά
στέρι
2
Ορισμός
Μικρό σκάφος, συνήθως με κουπιά, που χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων σε ρηχά νερά.
Στην αρχαία Ελλάδα, μικρό πολεμικό πλοίο.
2
Παραδείγματα
Το κότερο ήταν αγκυροβολημένο κοντά στην ακτή.
Οι ψαράδες χρησιμοποιούσαν ένα κότερο για να πάνε στη θάλασσα.
2