1. Λέξη
    κότερο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: νεότερο)
  2. Συνώνυμα
    • σκάφος
    • πλοιάριο
    • βάρκα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξηρά
    • στέρι
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό σκάφος, συνήθως με κουπιά, που χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων σε ρηχά νερά.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, μικρό πολεμικό πλοίο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κότερο ήταν αγκυροβολημένο κοντά στην ακτή.
    • Οι ψαράδες χρησιμοποιούσαν ένα κότερο για να πάνε στη θάλασσα.
    2