Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νεότερο (επίθετο) - (παρόμοια:
νεότερος
-
νεώτερο
-
κότερο
)
Συνώνυμα
πιο νέο
νεώτερο
πρόσφατο
3
Αντώνυμα
παλαιότερο
αρχαιότερο
πιο παλιό
3
Ορισμός
Συγκριτικός βαθμός του επιθέτου «νέος», που δηλώνει ότι κάτι είναι λιγότερο παλιό ή έχει προκύψει πιο πρόσφατα σε σχέση με κάτι άλλο.
Που ανήκει σε πιο πρόσφατη χρονική περίοδο ή εποχή.
2
Παραδείγματα
Η νεότερη έκδοση του λογισμικού έχει περισσότερες λειτουργίες.
Οι νεότερες μελέτες επιβεβαιώνουν την υπόθεση.
2