1. Λέξη
    νεότερο (επίθετο) - (παρόμοια: νεότερος - νεώτερο - κότερο)
  2. Συνώνυμα
    • πιο νέο
    • νεώτερο
    • πρόσφατο
    3
  3. Αντώνυμα
    • παλαιότερο
    • αρχαιότερο
    • πιο παλιό
    3
  4. Ορισμός
    • Συγκριτικός βαθμός του επιθέτου «νέος», που δηλώνει ότι κάτι είναι λιγότερο παλιό ή έχει προκύψει πιο πρόσφατα σε σχέση με κάτι άλλο.
    • Που ανήκει σε πιο πρόσφατη χρονική περίοδο ή εποχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η νεότερη έκδοση του λογισμικού έχει περισσότερες λειτουργίες.
    • Οι νεότερες μελέτες επιβεβαιώνουν την υπόθεση.
    2