1. Λέξη
    κόψιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κάψιμο - κλέψιμο)
  2. Συνώνυμα
    • τομή
    • διακοπή
    • αποκοπή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ένωση
    • συγκόλληση
    • σύνδεση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κόβω, δηλαδή η διαδικασία διαχωρισμού ενός αντικειμένου σε δύο ή περισσότερα μέρη.
    • Η διακοπή μιας διαδικασίας ή δραστηριότητας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κόψιμο του ψωμιού έγινε με ένα αιχμηρό μαχαίρι.
    • Η διακοπή της παροχής ρεύματος οφείλεται σε κόψιμο του καλωδίου.
    2