Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κόψιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κάψιμο
-
κλέψιμο
)
Συνώνυμα
τομή
διακοπή
αποκοπή
3
Αντώνυμα
ένωση
συγκόλληση
σύνδεση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κόβω, δηλαδή η διαδικασία διαχωρισμού ενός αντικειμένου σε δύο ή περισσότερα μέρη.
Η διακοπή μιας διαδικασίας ή δραστηριότητας.
2
Παραδείγματα
Το κόψιμο του ψωμιού έγινε με ένα αιχμηρό μαχαίρι.
Η διακοπή της παροχής ρεύματος οφείλεται σε κόψιμο του καλωδίου.
2