1. Λέξη
    λαθρέμπορος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: έμπορος)
  2. Συνώνυμα
    • παρανόμως εμπορευόμενος
    • κλεπτοπωλητής
    • λαθρεπιβάτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • νόμιμος έμπορος
    • κανονικός εισαγωγέας
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που εισάγει ή εξάγει εμπορεύματα παράνομα, χωρίς να πληρώνει τα απαιτούμενα δασμολογικά τέλη ή να τηρεί τους νόμιμους κανονισμούς.
    • Πρόσωπο που εμπορεύεται παράνομα αγαθά, συχνά με σκοπό την αποφυγή φορολογίας ή άλλων νομικών υποχρεώσεων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι λαθρέμποροι προσπάθησαν να μεταφέρουν τα τσιγάρα στα σύνορα τη νύχτα.
    • Η αστυνομία συνέλαβε έναν λαθρέμπορο που μετέφερε ναρκωτικά κρυμμένα σε φορτηγό.
    2