Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λαθρέμπορος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
έμπορος
)
Συνώνυμα
παρανόμως εμπορευόμενος
κλεπτοπωλητής
λαθρεπιβάτης
3
Αντώνυμα
νόμιμος έμπορος
κανονικός εισαγωγέας
2
Ορισμός
Πρόσωπο που εισάγει ή εξάγει εμπορεύματα παράνομα, χωρίς να πληρώνει τα απαιτούμενα δασμολογικά τέλη ή να τηρεί τους νόμιμους κανονισμούς.
Πρόσωπο που εμπορεύεται παράνομα αγαθά, συχνά με σκοπό την αποφυγή φορολογίας ή άλλων νομικών υποχρεώσεων.
2
Παραδείγματα
Οι λαθρέμποροι προσπάθησαν να μεταφέρουν τα τσιγάρα στα σύνορα τη νύχτα.
Η αστυνομία συνέλαβε έναν λαθρέμπορο που μετέφερε ναρκωτικά κρυμμένα σε φορτηγό.
2