1. Λέξη
    λαθρεπιβάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιβάτης)
  2. Συνώνυμα
    • κλεμμένος επιβάτης
    • αυτοστόπερ
    2
  3. Αντώνυμα
    • νόμιμος επιβάτης
    • εγγεγραμμένος επιβάτης
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που ταξιδεύει σε μέσο μεταφοράς χωρίς να έχει πληρώσει το αντίτιμο.
    • Ατομο που επιβιβάζεται κρυφά σε όχημα ή πλοίο χωρίς άδεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο λαθρεπιβάτης κρύφτηκε στη βαγόνι του τρένου για να ταξιδέψει δωρεάν.
    • Ανακαλύφθηκε ένας λαθρεπιβάτης στο αεροπλάνο μετά την προσγείωση.
    2