1. Λέξη
    επιβάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: λαθρεπιβάτης - επιστάτης - επιβάλλω - ορειβάτης)
  2. Συνώνυμα
    • ταξιδιώτης
    • επιβαίνοντας
    2
  3. Αντώνυμα
    • οδηγός
    • πλοίαρχος
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που ταξιδεύει με ένα μέσο μεταφοράς, όπως λεωφορείο, τρένο, αεροπλάνο ή πλοίο, χωρίς να είναι μέλος του πληρώματος.
    • Κάποιος που βρίσκεται σε ένα όχημα ή μέσο μεταφοράς ως μη εργαζόμενος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο επιβάτης κάθισε στη θέση του και πρόσεξε τις οδηγίες ασφαλείας.
    • Κάθε επιβάτης πρέπει να έχει εισιτήριο για να ταξιδέψει.
    2