Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιβάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
λαθρεπιβάτης
-
επιστάτης
-
επιβάλλω
-
ορειβάτης
)
Συνώνυμα
ταξιδιώτης
επιβαίνοντας
2
Αντώνυμα
οδηγός
πλοίαρχος
2
Ορισμός
Άτομο που ταξιδεύει με ένα μέσο μεταφοράς, όπως λεωφορείο, τρένο, αεροπλάνο ή πλοίο, χωρίς να είναι μέλος του πληρώματος.
Κάποιος που βρίσκεται σε ένα όχημα ή μέσο μεταφοράς ως μη εργαζόμενος.
2
Παραδείγματα
Ο επιβάτης κάθισε στη θέση του και πρόσεξε τις οδηγίες ασφαλείας.
Κάθε επιβάτης πρέπει να έχει εισιτήριο για να ταξιδέψει.
2