1. Λέξη
    λαθρομετανάστης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μετανάστης)
  2. Συνώνυμα
    • παράνομος μετανάστης
    • κρυφός μετανάστης
    • αναγκασμένος μετανάστης
    3
  3. Αντώνυμα
    • νομιμοποιημένος μετανάστης
    • κανονικός μετανάστης
    • άτομο με νόμιμη διαμονή
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που εισέρχεται ή διαμένει σε μια χώρα χωρίς τη νόμιμη άδεια ή τα απαραίτητα έγγραφα.
    • Άτομο που μεταναστεύει παράνομα, συνήθως για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο λαθρομετανάστης προσπάθησε να περάσει τα σύνορα κρυφά τη νύχτα.
    • Πολλοί λαθρομετανάστες ζουν σε δύσκολες συνθήκες χωρίς πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες.
    2