Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λαθρομετανάστης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μετανάστης
)
Συνώνυμα
παράνομος μετανάστης
κρυφός μετανάστης
αναγκασμένος μετανάστης
3
Αντώνυμα
νομιμοποιημένος μετανάστης
κανονικός μετανάστης
άτομο με νόμιμη διαμονή
3
Ορισμός
Πρόσωπο που εισέρχεται ή διαμένει σε μια χώρα χωρίς τη νόμιμη άδεια ή τα απαραίτητα έγγραφα.
Άτομο που μεταναστεύει παράνομα, συνήθως για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους.
2
Παραδείγματα
Ο λαθρομετανάστης προσπάθησε να περάσει τα σύνορα κρυφά τη νύχτα.
Πολλοί λαθρομετανάστες ζουν σε δύσκολες συνθήκες χωρίς πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες.
2