1. Λέξη
    μετανάστης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: λαθρομετανάστης - μετανάστευση - μετανοώ)
  2. Συνώνυμα
    • μεταναστευτικός
    • μετακομιστής
    • πρόσφυγας
    3
  3. Αντώνυμα
    • ντόπιος
    • αυτόχθων
    • γηγενής
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που εγκαταλείπει τη χώρα του για να εγκατασταθεί σε άλλη χώρα.
    • Άτομο που μετακινείται από μια περιοχή σε άλλη για να βρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μετανάστης έφυγε από τη χώρα του λόγω πολέμου.
    • Πολλοί μετανάστες έρχονται στην Ελλάδα για εργασία.
    2