Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετανάστης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
λαθρομετανάστης
-
μετανάστευση
-
μετανοώ
)
Συνώνυμα
μεταναστευτικός
μετακομιστής
πρόσφυγας
3
Αντώνυμα
ντόπιος
αυτόχθων
γηγενής
3
Ορισμός
Πρόσωπο που εγκαταλείπει τη χώρα του για να εγκατασταθεί σε άλλη χώρα.
Άτομο που μετακινείται από μια περιοχή σε άλλη για να βρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
2
Παραδείγματα
Ο μετανάστης έφυγε από τη χώρα του λόγω πολέμου.
Πολλοί μετανάστες έρχονται στην Ελλάδα για εργασία.
2