Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λείψανο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
λείψη
-
λείψω
)
Συνώνυμα
απομεινάρι
υπόλειμμα
κατάλοιπο
3
Αντώνυμα
ολότητα
πλήρωμα
2
Ορισμός
Το υπόλοιπο που μένει μετά την καταστροφή ή την εξαφάνιση του κύριου μέρους.
Κάτι που έχει απομείνει από μια παλιά εποχή ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Στο μουσείο εκτίθενται λείψανα από την αρχαία πόλη.
Τα λείψανα του πολιτισμού τους είναι ακόμα ορατά στις παραδόσεις τους.
2