1. Λέξη
    λείψανο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: λείψη - λείψω)
  2. Συνώνυμα
    • απομεινάρι
    • υπόλειμμα
    • κατάλοιπο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ολότητα
    • πλήρωμα
    2
  4. Ορισμός
    • Το υπόλοιπο που μένει μετά την καταστροφή ή την εξαφάνιση του κύριου μέρους.
    • Κάτι που έχει απομείνει από μια παλιά εποχή ή κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στο μουσείο εκτίθενται λείψανα από την αρχαία πόλη.
    • Τα λείψανα του πολιτισμού τους είναι ακόμα ορατά στις παραδόσεις τους.
    2