Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λείψω (ρήμα) - (παρόμοια:
λείψη
-
γλείψω
-
λείψανο
-
λείο
-
λεία
)
Συνώνυμα
αφήνω
εγκαταλείπω
παρατώ
3
Αντώνυμα
μένω
διατηρώ
συνεχίζω
3
Ορισμός
Να αφήσω κάποιον ή κάτι πίσω μου.
Να σταματήσω να κάνω κάτι ή να βρίσκομαι κάπου.
2
Παραδείγματα
Δεν θέλω να λείψω από την οικογένειά μου.
Αν λείψεις από τη συνάντηση, θα χάσεις σημαντικές πληροφορίες.
2