1. Λέξη
    λείψω (ρήμα) - (παρόμοια: λείψη - γλείψω - λείψανο - λείο - λεία)
  2. Συνώνυμα
    • αφήνω
    • εγκαταλείπω
    • παρατώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • μένω
    • διατηρώ
    • συνεχίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να αφήσω κάποιον ή κάτι πίσω μου.
    • Να σταματήσω να κάνω κάτι ή να βρίσκομαι κάπου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Δεν θέλω να λείψω από την οικογένειά μου.
    • Αν λείψεις από τη συνάντηση, θα χάσεις σημαντικές πληροφορίες.
    2