1. Λέξη
    λειτουργός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: λειτουργώ - λειτουργικός - λειτουργία - λειτουργούν - λειτουργικό)
  2. Συνώνυμα
    • υπάλληλος
    • εργάτης
    • πράκτορας
    • εκτελεστής
    4
  3. Αντώνυμα
    • εργοδότης
    • διευθυντής
    • επιτηρητής
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που εκτελεί συγκεκριμένες εργασίες ή καθήκοντα σε μια οργάνωση ή εταιρεία.
    • Άτομο που εργάζεται σε θρησκευτικό ή δημόσιο ιδρυματικό πλαίσιο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο λειτουργός της εταιρείας φρόντισε για την ομαλή λειτουργία του συστήματος.
    • Στην εκκλησία, ο λειτουργός βοηθάει στις τελετές.
    2