Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λειτουργός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
λειτουργώ
-
λειτουργικός
-
λειτουργία
-
λειτουργούν
-
λειτουργικό
)
Συνώνυμα
υπάλληλος
εργάτης
πράκτορας
εκτελεστής
4
Αντώνυμα
εργοδότης
διευθυντής
επιτηρητής
3
Ορισμός
Πρόσωπο που εκτελεί συγκεκριμένες εργασίες ή καθήκοντα σε μια οργάνωση ή εταιρεία.
Άτομο που εργάζεται σε θρησκευτικό ή δημόσιο ιδρυματικό πλαίσιο.
2
Παραδείγματα
Ο λειτουργός της εταιρείας φρόντισε για την ομαλή λειτουργία του συστήματος.
Στην εκκλησία, ο λειτουργός βοηθάει στις τελετές.
2