1. Συνώνυμα
    • λειτουργώ
    • λειτουργία
    • λειτουργικότητα
    3
  2. Αντώνυμα
    • δυσλειτουργικός
    • αχρηστεύων
    • απρακτικός
    3
  3. Ορισμός
    • Σχετικός με τη λειτουργία ή τη χρήση κάποιου πράγματος.
    • Επιτυγχάνοντας τον σκοπό του με αποτελεσματικότητα.
    • Αναφερόμενος σε κάτι που βρίσκεται σε λειτουργία ή δουλειά.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το λειτουργικό σύστημα του υπολογιστή ενημερώθηκε.
    • Η μηχανή είναι πλήρως λειτουργική μετά την επισκευή.
    • Οι λειτουργικές απαιτήσεις του έργου είναι αυστηρές.
    3