1. Λέξη
    λερώνω (ρήμα) - (παρόμοια: λερώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • μολύνω
    • κηλιδώνω
    • βρωμίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • καθαρίζω
    • απολυμαίνω
    • αποστειρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι βρώμικο ή μολυσμένο.
    • Μεταδίδω ασθένεια ή μόλυνση.
    • Κηλιδώνω τη φήμη ή την υπόληψη κάποιου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μην λερώνεις το πάτωμα με τα παπούτσια σου.
    • Το νερό λερώθηκε από τα απόβλητα.
    • Οι κατηγορίες λέρωσαν το όνομά του.
    3