Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λερώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
λερώνομαι
)
Συνώνυμα
μολύνω
κηλιδώνω
βρωμίζω
3
Αντώνυμα
καθαρίζω
απολυμαίνω
αποστειρώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι βρώμικο ή μολυσμένο.
Μεταδίδω ασθένεια ή μόλυνση.
Κηλιδώνω τη φήμη ή την υπόληψη κάποιου.
3
Παραδείγματα
Μην λερώνεις το πάτωμα με τα παπούτσια σου.
Το νερό λερώθηκε από τα απόβλητα.
Οι κατηγορίες λέρωσαν το όνομά του.
3