Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λερώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
φανερώνομαι
-
ενημερώνομαι
-
λερώνω
-
ελευθερώνομαι
-
πληρώνομαι
-
ακυρώνομαι
-
χώνομαι
-
λύνομαι
-
απελευθερώνομαι
-
ενώνομαι
-
υψώνομαι
-
εκπληρώνομαι
-
επανδρώνομαι
)
Συνώνυμα
βρομώ
μολύνω
λερώνω
3
Αντώνυμα
καθαρίζω
απολυμαίνω
2
Ορισμός
Γίνομαι βρώμικος ή μολυσμένος.
Χάνω την αγνότητά μου ή την τιμή μου.
2
Παραδείγματα
Λερώθηκε το πουκάμισό μου όταν έπεσε πάνω του η μπογιά.
Δεν θέλω να λερωθώ με τέτοιες υποθέσεις.
2