1. Συνώνυμα
    • βρομώ
    • μολύνω
    • λερώνω
    3
  2. Αντώνυμα
    • καθαρίζω
    • απολυμαίνω
    2
  3. Ορισμός
    • Γίνομαι βρώμικος ή μολυσμένος.
    • Χάνω την αγνότητά μου ή την τιμή μου.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Λερώθηκε το πουκάμισό μου όταν έπεσε πάνω του η μπογιά.
    • Δεν θέλω να λερωθώ με τέτοιες υποθέσεις.
    2