Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λεωφορείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φορείο
-
λείο
)
Συνώνυμα
αυτοκίνητο
λ.α.
λεωφορειακό
3
Αντώνυμα
πεζός
ποδηλάτης
2
Ορισμός
Μέσο μαζικής μεταφοράς επιβατών, συνήθως σε αστικές ή υπεραστικές διαδρομές.
1
Παραδείγματα
Το λεωφορείο για την Αθήνα φεύγει στις 8 το πρωί.
Πήρα το λεωφορείο για να πάω στη δουλειά.
2