1. Λέξη
    λεωφορείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φορείο - λείο)
  2. Συνώνυμα
    • αυτοκίνητο
    • λ.α.
    • λεωφορειακό
    3
  3. Αντώνυμα
    • πεζός
    • ποδηλάτης
    2
  4. Ορισμός
    • Μέσο μαζικής μεταφοράς επιβατών, συνήθως σε αστικές ή υπεραστικές διαδρομές.
    1
  5. Παραδείγματα
    • Το λεωφορείο για την Αθήνα φεύγει στις 8 το πρωί.
    • Πήρα το λεωφορείο για να πάω στη δουλειά.
    2