Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λείο (επίθετο) - (παρόμοια:
λεία
-
λείψη
-
λείψω
-
λείπω
-
λεωφορείο
)
Συνώνυμα
ομαλό
στρωτό
λαδερό
3
Αντώνυμα
τραχύ
ανώμαλο
οδυνηρό
3
Ορισμός
που δεν έχει ανωμαλίες ή τραχύτητα στην επιφάνεια
που είναι εύκολο να γλιστρήσει λόγω της λείος επιφάνειας
που είναι αρμονικό και χωρίς δυσκολίες
3
Παραδείγματα
Το πάτωμα ήταν τόσο λείο που γλίστρησα.
Η λεία επιφάνεια του νερού έδειχνε την ηρεμία της θάλασσας.
Ο δρόμος ήταν λείο και η διαδρομή πέρασε χωρίς προβλήματα.
3