1. Λέξη
    λείο (επίθετο) - (παρόμοια: λεία - λείψη - λείψω - λείπω - λεωφορείο)
  2. Συνώνυμα
    • ομαλό
    • στρωτό
    • λαδερό
    3
  3. Αντώνυμα
    • τραχύ
    • ανώμαλο
    • οδυνηρό
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν έχει ανωμαλίες ή τραχύτητα στην επιφάνεια
    • που είναι εύκολο να γλιστρήσει λόγω της λείος επιφάνειας
    • που είναι αρμονικό και χωρίς δυσκολίες
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το πάτωμα ήταν τόσο λείο που γλίστρησα.
    • Η λεία επιφάνεια του νερού έδειχνε την ηρεμία της θάλασσας.
    • Ο δρόμος ήταν λείο και η διαδρομή πέρασε χωρίς προβλήματα.
    3