1. Λέξη
    λεωφόρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φόρος)
  2. Συνώνυμα
    • δρόμος
    • οδός
    • αστική αρτηρία
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιέξοδο
    • συνοικία
    • στενό
    3
  4. Ορισμός
    • Μεγάλος και φαρδύς δρόμος σε μια πόλη, συνήθως με πολλές λωρίδες κυκλοφορίας και συχνά με δέντρα ή άλλα διακοσμητικά στοιχεία.
    • Κύρια οδική αρτηρία που συνδέει σημαντικά σημεία μιας πόλης ή περιοχής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η λεωφόρος Κηφισίας είναι μια από τις πιο γνωστές λεωφόρους της Αθήνας.
    • Κάθε πρωί, η λεωφόρος είναι γεμάτη από αυτοκίνητα που κατευθύνονται προς το κέντρο της πόλης.
    2