Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λεωφόρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φόρος
)
Συνώνυμα
δρόμος
οδός
αστική αρτηρία
3
Αντώνυμα
αδιέξοδο
συνοικία
στενό
3
Ορισμός
Μεγάλος και φαρδύς δρόμος σε μια πόλη, συνήθως με πολλές λωρίδες κυκλοφορίας και συχνά με δέντρα ή άλλα διακοσμητικά στοιχεία.
Κύρια οδική αρτηρία που συνδέει σημαντικά σημεία μιας πόλης ή περιοχής.
2
Παραδείγματα
Η λεωφόρος Κηφισίας είναι μια από τις πιο γνωστές λεωφόρους της Αθήνας.
Κάθε πρωί, η λεωφόρος είναι γεμάτη από αυτοκίνητα που κατευθύνονται προς το κέντρο της πόλης.
2