Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φόρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φόρτος
-
φόρουμ
-
όρος
-
λεωφόρος
)
Συνώνυμα
τέλος
δασμός
χρέωση
3
Αντώνυμα
απαλλαγή
αφορολόγητο
2
Ορισμός
Μια υποχρεωτική πληρωμή που επιβάλλεται από μια κυβέρνηση σε άτομα ή οργανισμούς για τη χρηματοδότηση δημόσιων δαπανών.
Ένα ποσό που καταβάλλεται σε μια αρχή για συγκεκριμένους σκοπούς.
2
Παραδείγματα
Ο φόρος εισοδήματος είναι υποχρεωτικός για όλους τους εργαζόμενους.
Η επιχείρηση πλήρωσε τον φόρο ακίνητης περιουσίας για το έτος.
2