Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λογοκρισία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υποκρισία
)
Συνώνυμα
λογοκρισία
ελεγχόμενος λόγος
περιορισμός της έκφρασης
3
Αντώνυμα
ελευθερία του λόγου
απεριόριστη έκφραση
2
Ορισμός
Η πράξη ή η διαδικασία της επιβολής περιορισμών σε ό, τι μπορεί να ειπωθεί ή να δημοσιευτεί, ειδικά από μια κυβέρνηση ή άλλη αρχή.
Ο έλεγχος των πληροφοριών και των ιδεών που κυκλοφορούν εντός μιας κοινωνίας.
2
Παραδείγματα
Η λογοκρισία στα μέσα ενημέρωσης είναι συχνά ένα ζήτημα σε αυταρχικά καθεστώτα.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, η λογοκρισία ήταν ιδιαίτερα αυστηρή.
2