1. Λέξη
    υποκρισία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: υποκριτής - λογοκρισία - υποκριτική - υποκριτικός)
  2. Συνώνυμα
    • προσποίηση
    • θέατρο
    • ψεύτικη συμπεριφορά
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειλικρίνεια
    • αυθεντικότητα
    • ειλικρινής συμπεριφορά
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη του να προσποιείται κανείς ότι έχει συναισθήματα ή πεποιθήσεις που στην πραγματικότητα δεν έχει.
    • Η συμπεριφορά που αποσκοπεί στη δημιουργία μιας ψεύτικης εικόνας για τον εαυτό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η υποκρισία του πολιτικού ήταν εμφανής όταν υποστήριζε δημόσια κάτι που ιδιωτικά απέρριπτε.
    • Δεν αντέχω την υποκρισία των ανθρώπων που φέρονται φιλικά αλλά κουτσομπολεύουν πίσω από την πλάτη σου.
    2