Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποκρισία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υποκριτής
-
λογοκρισία
-
υποκριτική
-
υποκριτικός
)
Συνώνυμα
προσποίηση
θέατρο
ψεύτικη συμπεριφορά
3
Αντώνυμα
ειλικρίνεια
αυθεντικότητα
ειλικρινής συμπεριφορά
3
Ορισμός
Η πράξη του να προσποιείται κανείς ότι έχει συναισθήματα ή πεποιθήσεις που στην πραγματικότητα δεν έχει.
Η συμπεριφορά που αποσκοπεί στη δημιουργία μιας ψεύτικης εικόνας για τον εαυτό.
2
Παραδείγματα
Η υποκρισία του πολιτικού ήταν εμφανής όταν υποστήριζε δημόσια κάτι που ιδιωτικά απέρριπτε.
Δεν αντέχω την υποκρισία των ανθρώπων που φέρονται φιλικά αλλά κουτσομπολεύουν πίσω από την πλάτη σου.
2