Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λουκέτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
λουκ
-
μπουκέτο
-
λουκά
-
λουκάς
)
Συνώνυμα
κλειδαριά
κλείδωμα
μπλοκάρισμα
3
Αντώνυμα
άνοιγμα
ξεκλείδωμα
απελευθέρωση
3
Ορισμός
Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την ασφάλεια μιας πόρτας ή ενός αντικειμένου, αποτρέποντας την άνοιξή του από μη εξουσιοδοτημένα άτομα.
Συμβολικά, κάτι που εμποδίζει ή περιορίζει.
2
Παραδείγματα
Έβαλε λουκέτο στην πόρτα του γραφείου για να αποτρέψει τις διαρρήξεις.
Οι απεργοί έβαλαν λουκέτο στην είσοδο της εταιρείας ως ένδειξη διαμαρτυρίας.
2