1. Λέξη
    λουκέτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: λουκ - μπουκέτο - λουκά - λουκάς)
  2. Συνώνυμα
    • κλειδαριά
    • κλείδωμα
    • μπλοκάρισμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • άνοιγμα
    • ξεκλείδωμα
    • απελευθέρωση
    3
  4. Ορισμός
    • Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την ασφάλεια μιας πόρτας ή ενός αντικειμένου, αποτρέποντας την άνοιξή του από μη εξουσιοδοτημένα άτομα.
    • Συμβολικά, κάτι που εμποδίζει ή περιορίζει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έβαλε λουκέτο στην πόρτα του γραφείου για να αποτρέψει τις διαρρήξεις.
    • Οι απεργοί έβαλαν λουκέτο στην είσοδο της εταιρείας ως ένδειξη διαμαρτυρίας.
    2