Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπουκέτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπουκ
-
μπουκιά
-
λουκέτο
-
μπουκάλι
-
μπουρίτο
-
μπουκάρω
-
μπουθ
)
Συνώνυμα
άνθινο δέμα
λουλούδι
σταχτοδοχείο
3
Αντώνυμα
ξεφύλλισμα
ξερίζωμα
2
Ορισμός
Δέμα από λουλούδια που συνήθως δίνεται ως δώρο ή διακοσμητικό στοιχείο.
Μικρό δέμα από φύλλα, συνήθως καπνού, που χρησιμοποιείται για κάπνισμα.
2
Παραδείγματα
Της έφερε ένα όμορφο μπουκέτο ρόδα για τα γενέθλιά της.
Ο παππούς έφτιαχνε μπουκέτα από καπνό για το τσιγάρο του.
2