Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λωτός (επίθετο) - (παρόμοια:
πλωτός
)
Συνώνυμα
καμπύλος
κυρτός
αψιδωτός
3
Αντώνυμα
ευθύς
ίσιος
οριζόντιος
3
Ορισμός
που έχει σχήμα καμπύλης ή τόξου
που δεν είναι ευθύγραμμος
που παρουσιάζει κάμψη ή στροφή
3
Παραδείγματα
Ο λωτός κορμός του δέντρου έδινε μια ιδιαίτερη αισθητική στην αυλή.
Η λωτή γέφυρα ήταν ένα αριστουργηματικό έργο μηχανικής.
2