1. Λέξη
    λωτός (επίθετο) - (παρόμοια: πλωτός)
  2. Συνώνυμα
    • καμπύλος
    • κυρτός
    • αψιδωτός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευθύς
    • ίσιος
    • οριζόντιος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει σχήμα καμπύλης ή τόξου
    • που δεν είναι ευθύγραμμος
    • που παρουσιάζει κάμψη ή στροφή
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο λωτός κορμός του δέντρου έδινε μια ιδιαίτερη αισθητική στην αυλή.
    • Η λωτή γέφυρα ήταν ένα αριστουργηματικό έργο μηχανικής.
    2