Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλωτός (επίθετο) - (παρόμοια:
λωτός
-
πλαστός
)
Συνώνυμα
επιπλέων
ναυσιπλοούμενος
πλεύσιμος
3
Αντώνυμα
απλούμενος
ακινητοποιημένος
αδύνατος να πλεύσει
3
Ορισμός
Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να επιπλέει ή να κινείται στο νερό.
Κάτι που είναι κατάλληλο για ναυσιπλοΐα.
2
Παραδείγματα
Το ξύλο είναι πλωτό υλικό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή σκαφών.
Ο ποταμός είναι πλωτός μόνο κατά τη διάρκεια της άνοιξης, όταν τα νερά είναι υψηλά.
2