1. Λέξη
    πλωτός (επίθετο) - (παρόμοια: λωτός - πλαστός)
  2. Συνώνυμα
    • επιπλέων
    • ναυσιπλοούμενος
    • πλεύσιμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλούμενος
    • ακινητοποιημένος
    • αδύνατος να πλεύσει
    3
  4. Ορισμός
    • Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να επιπλέει ή να κινείται στο νερό.
    • Κάτι που είναι κατάλληλο για ναυσιπλοΐα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ξύλο είναι πλωτό υλικό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή σκαφών.
    • Ο ποταμός είναι πλωτός μόνο κατά τη διάρκεια της άνοιξης, όταν τα νερά είναι υψηλά.
    2