Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λύσσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
λύσω
-
λύση
)
Συνώνυμα
μανία
τρέλα
οργή
3
Αντώνυμα
ηρεμία
γαλήνη
ψυχραιμία
3
Ορισμός
Μια σοβαρή ιογενής λοίμωξη που επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα και μεταδίδεται συνήθως μέσω του δαγκώματος μολυσμένου ζώου.
Έντονη οργή ή μανία.
2
Παραδείγματα
Ο σκύλος είχε λύσσα και έπρεπε να ευθανατιστεί.
Με πιάνει λύσσα όταν βλέπω αδικίες.
2