1. Λέξη
    λύσσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: λύσω - λύση)
  2. Συνώνυμα
    • μανία
    • τρέλα
    • οργή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμία
    • γαλήνη
    • ψυχραιμία
    3
  4. Ορισμός
    • Μια σοβαρή ιογενής λοίμωξη που επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα και μεταδίδεται συνήθως μέσω του δαγκώματος μολυσμένου ζώου.
    • Έντονη οργή ή μανία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σκύλος είχε λύσσα και έπρεπε να ευθανατιστεί.
    • Με πιάνει λύσσα όταν βλέπω αδικίες.
    2